-
1 σχοινῖτις
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σχοινῖτις
-
2 σχοινίτιδι
σχοινί̱τιδι, σχοινῖτιςmade of rushes: fem dat sg -
3 καλύβη
См. также в других словарях:
σχοινίτις — ίτιδος, ἡ, Α βλ. σχοινίτης … Dictionary of Greek
σχοινίτης — ὁ, θηλ. σχοινῑτις, ίτιδος, Α κατασκευασμένος από σχοίνους ή από βούρλα, σχοίνινος («ἐν καλύβῃ σχοινίτιδι», Ανθ. Παλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < σχοῖνος + επίθημα ίτης / ῖτις (πρβλ. σελην ίτης)] … Dictionary of Greek
σχοινίτιδι — σχοινί̱τιδι , σχοινῖτις made of rushes fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)